
Λούπινο
του Ορέστη Δαβία
Βιολόγου – ερευνητή , Συνεργάτη Med Culture
Από τότε που πριν από πολλά χρόνια δοκίμασα για πρώτη φορά λούπινα έγινα φανατικός καταναλωτής τους και σταδιακά, αφού πρώτα μελέτησα διεξοδικά και παθιασμένα ό,τι σχετίζεται με αυτά, διαπρύσιος κήρυκας της ανάγκης για καλλιέργειά τους στα φτωχά εδάφη τούτης της χώρας.
Μπορεί πια να προμηθεύομαι εύκολα όλο το χρόνο μανιάτικα λούπινα στην άλμη από κεντρικά παντοπωλεία της Αθήνας, αλλά, ομολογώ, ότι δυστυχώς δεν κατόρθωσα ως τώρα να πείσω κάποιον να επενδύσει σ’ ένα πιο σύγχρονο και αποδοτικό τρόπο παραγωγής και μεταποίησής τους. Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτό είναι επειδή το λευκό λούπινο (Lupinus albus) που έχει για πατρίδα του τα μέρη μας και σύμφωνα με αρχαιοβοτανικά ευρήματα εξημερώθηκε πριν από περίπου τριάντα αιώνες στην περιοχή του Αιγαίου Πελάγους, απαιτεί πριν φαγωθεί μια πολυήμερη διαδικασία ξεπικρίσματος, με μούλιασμα σε νερό που αλλάζεται συχνά.
Σε πολλά μέρη της Κρήτης και της Πελοποννήσου όπου τα λούπινα παραμένουν δημοφιλή μέχρι σήμερα (στην υπόλοιπη Ελλάδα ελάχιστοι τα γνωρίζουν) τα βράζουν απλώς για λίγη ώρα, τα τοποθετούν σ’ ένα σακί και μετά τα αφήνουν στα ρηχά της θάλασσας, μέχρι να ξεπλυθούν τα πικρά αλκαλοειδή που περιέχουν. Απλή μεν η μέθοδος αν έχεις να διαχειριστείς μικρές ποσότητες, αλλά φυσικά είναι αδύνατο να την εφαρμόσεις σε επίπεδο βιομηχανικής παραγωγής, όπως αρμόζει σε τούτο τον ελληνικό θησαυρό.
Υπέρ μιας τέτοιας κίνησης που θα αξιοποιήσει επιτέλους τις τεράστιες δυνατότητες της χώρας μας για παραγωγή λούπινων συνηγορούν πλήθος λόγοι: η ασυνήθιστα μεγάλη περιεκτικότητά τους σε πρωτεΐνη (μέχρι 40%), η θεαματική τάση ανόδου στη χρήση τους παγκοσμίως, η ευκολία με την οποία μετατρέπονται σε θρεπτικές τροφές, η ανακήρυξή τους από αρκετούς επιστήμονες ως η «σόγια του μέλλοντος», η ικανότητά τους να αζωτοδεσμεύουν και να λιπαίνουν έτσι με φυσικό και ανέξοδο τρόπο τα χωράφια, οι υψηλή, τέλος, στρεμματική απόδοση της καλλιέργειάς τους (από 200 ως 500 κιλά).
Για πρώτη φορά δοκίμασα εισαγόμενα από τη Γερμανία «φιλέτα» και «λουκάνικα» από λούπινο πριν από περίπου μια δεκαετία. Σαγηνεύτηκα από την υπέροχη γεύση αλλά και την υφή τους που σε ξεγελάει σε τέτοιο βαθμό ώστε σχεδόν να μην πιστεύεις ότι δεν τρως κρέας. Για την παραγωγή τους τα λούπινα απλώς μουλιάζουν για 8 ώρες σε νερό, μετά αλέθονται και αφού ξανά ανακατευτούν με νερό το διάλυμα φιλτράρεται.
Το «γάλα» που προκύπτει συμπυκνώνεται με θέρμανση και προκύπτει τότε μια πρωτεϊνούχα μάζα, της οποίας η γεύση βελτιώνεται με την κατάλληλη καρύκευση για το εκάστοτε προϊόν. Στο εξωτερικό σήμερα κυκλοφορούν επίσης ψωμιά, γλυκίσματα και ζυμαρικά, «γάλατα» και «γιαούρτια» που γίνονται ανάρπαστα από τους οπαδούς της υγιεινής διατροφής, όλα φτιαγμένα από το όσπριο τούτο, το οποίο στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη προοριζόταν μόνο για τροφή των φτωχών.
Οι εταιρείες που παράγουν την πρώτη ύλη για τούτα τα τρόφιμα ξεπέρασαν τον σκόπελο του ξεπικρίσματος, αξιοποιώντας τα ερευνητικά αποτελέσματα του Γερμανού βοτανικού Ράινχολντ φον Σένγκμπους, ο οποίος μετά από πολυετή πειράματα και επιτυχημένες διασταυρώσεις κατόρθωσε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 να αναπτύξει ποικιλίες λευκού και κίτρινου (ιθαγενούς στη δυτική Μεσόγειο) λούπινου (L. luteus) με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή, τις οποίες δικαίως ονόμασε «γλυκές». Στη Γερμανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο, σε χώρες δηλαδή στις οποίες, σε αντίθεση με τη δική μας, οι κλιματικές συνθήκες δεν ευνοούν απολύτως την ανάπτυξη του, το γλυκό λούπινο καλλιεργείται εντατικά και η ετήσια παραγωγή του ξεπερνά τους 200 χιλιάδες τόνους.
Στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία (όχι δυστυχώς, μέχρι τώρα τουλάχιστον, και στην Ελλάδα) γίνονται τελευταία προσπάθειες για την καλλιέργεια λούπινου για ζωοτροφή, ώστε μελλοντικά να μειωθεί η εξάρτηση της γηραιάς ηπείρου από τη σόγια (εισάγονται ετησίως περίπου 15 εκατ. τόνοι!), της οποίας η καλλιέργεια αποδείχθηκε ότι είναι επικίνδυνη για το περιβάλλον αλλά και την υγεία, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της είναι πια γενετικά τροποποιημένη. Πρωταθλήτρια πάντως στην παραγωγή του λούπινου είναι αναμφισβήτητα η Αυστραλία, που εστίασε στην καλλιέργεια «γλυκών» ποικιλιών του άγνωστου μέχρι πριν από δυο γενιές στην επικράτειά της, αυτοφυούς όμως στη Ελλάδα, στενόφυλλου λούπινου (L. angustifolius). Ετησίως πλέον παράγει περίπου ένα εκατομμύριο τόνους και μελετά μάλιστα τρόπους, με την ανάπτυξη νέων ποικιλιών και βελτιωμένων καλλιεργητικών τεχνικών, για να αυξήσει τα μεγέθη, καθώς φαίνεται πως η παγκόσμια ζήτηση σε λούπινο θα αυξάνεται ραγδαία χρόνο με το χρόνο.
Προσωπική μου γνώμη είναι μάλιστα πως το ραντεβού του λούπινου με την επιτυχία άργησε αρκετά, καθώς έχει σχεδόν περάσει ένας αιώνας από τότε που η χρησιμότητά του διατρανώθηκε με εντυπωσιακό τρόπο, όταν στο πλαίσιο ενός επιστημονικού συνεδρίου που έλαβε χώρα στο Αμβούργο παρατέθηκε ένα δείπνο όπου τα πάντα ήταν φτιαγμένα από λούπινο. Το τραπεζομάντιλο και τα χαρτιά για σημειώσεις ήταν καμωμένα από τη κυτταρίνη των σπόρων του, το σαπούνι με το οποίο οι σύνεδροι έπλυναν τα χέρια τους από το έλαιο τους, η σούπα, η μπριζόλα, το ψωμί και το τυρί από το αλεύρι τους, ενώ στο τέλος προσφέρθηκε λικέρ και καφές, φυσικά επίσης από λούπινo.
Κατάλληλα για την καλλιέργεια του λευκού λούπινου είναι τα ελαφρώς όξινα εδάφη με πολύ μικρή περιεκτικότητα (κάτω από 4%) σε ασβέστιο. Δεν χρειάζεται λιπάνσεις και ποτίσματα (σε ποτιστικό χωράφι πάντως οι αποδόσεις είναι πολύ μεγαλύτερες), ενώ ευδοκιμεί στα φτωχά, ελαφρά και αμμοπηλώδη εδάφη. Στις ζεστές περιοχές σπέρνεται φθινόπωρο και στις ψυχρές την άνοιξη σε βάθος 2-3 εκ, γραμμικά σε αποστάσεις 40 εκ. ανάμεσα στις γραμμές και 30 εκ. επί της γραμμής (υπολογίστε περίπου 10 κιλά ανά στρέμμα) ή στα πεταχτά (περίπου 15 κιλά ανά στρέμμα).
Τα λούπινα συλλέγονται µε θεριστική μηχανή, κατά κανόνα μέσα στον Αύγουστο, όταν το μεγαλύτερο μέρος των λοβών τους έχει αρχίσει να ωριμάζει. Είναι απαραίτητο η φυτεία να εξετάζεται καθημερινά, επειδή σε περίπτωση καθυστέρησης οι λοβοί θα ανοίξουν και ο σπόρος θα χαθεί στο χώμα.
Πρόταση
Διαβάστε το εγχειρίδιο για την «Καλλιέργεια ελληνικών κτηνοτροφικών φυτών – Λούπινο»,
ΕΚΔΟΣΗ Greenpeace / Ίδρυμα Στάυρος Νιάρχος , (Αποκλειστικός δωρητής του προγράμματος “Εκπαίδευση αγροτών στα ελληνικά κτηνοτροφικά φυτά”)